Σας συγχαίρω για την πρωτοβουλία σας να δημιουργήσετε ένα παράθυρο στον κόσμο για την πόλη μας. Θα μας έχετε από κοντά εφόσον μπορούμε να προσφέρομε κάτι. Για ...δοκιμή σας στέλνω ένα ποίημα χωρίς να ξέρω αν έχει θέση σε ανάλογη στήλη. Αν όχι"πάλι φίλοι"Μανόλης Μιαουδάκης
«ΚΑΤΣΑΡΙΔΑΚΙ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ»*
Όπως ξεφύλλιζα χθες βράδυ μια σειρά
φωτογραφίες που ’χα κάπου λησμονήσει
είδα τ’ αμάξι που για πρώτη μου φορά
με κόπους είχα και θυσίες αποκτήσει.
Κατσαριδάκι φτωχικό μα βολικό,
που για τα μέτρα μου την εποχή εκείνη,
που ’χα αφήσει το παλιό μοτοσακό,
φάνταζε τούρμπο και κουρσάρα Λαμποργκίνι.
Προσεκτικά το οδηγούσα και σιγά
και λίγο- λίγο του ’χα πάρει τον αέρα
κι όταν η μίζα του εγύριζε γοργά
σαν να μου έλεγε κι εκείνο καλημέρα.
Δεν είχε τζάμια ηλεκτρικά, Eϊ Μπι Ες
ούτε Αιρ Κοντίσιον για ζέστη και για κρύο
κι άλλες ανέσεις που ήταν κάπως περιττές
μπροστά στη νιότης το τρελό το μεγαλείο.
Το ’χα καμάρι και τον πρώτο τον καιρό
κάθε δυο μέρες με το λάστιχο στη βρύση
το ’πλενα πάντοτε για να ’ναι καθαρό
και μύγα πάνω του κοιτούσα μην καθίσει.
Κι όταν το πήγα στο χωριό πρώτη φορά
είδα τον κόσμο να με περιτριγυρίζει
κι ήρθε κι η μάνα μου με περισσή χαρά
κι έβγαλε τότε και το ράντισε με ρύζι.
Βόλτες στις θάλασσες, στους κάμπους, στα βουνά
στους κακοτράχαλους τους δρόμους το οδηγούσα
και κάθε μέρα λαμπερά και γιορτινά
ήτανε όλα και στα σύννεφα πετούσα.
Έτσι περνούσε ο καιρός πολύ καλά
και με το «πρόσωπο» κι οι τρεις κάτω απ’ τα αστέρια,
βλέπεις τα νιάτα δε χρειάζονται πολλά
φτάναν οι νύχτες, τα ζεστά τα καλοκαίρια.
Όμως περάσανε τα χρόνια βιαστικά
κι άρχισε λίγο στη ζωή μου να αλλάζει
το κάθε τι, μα και στ’ αμάξι ξαφνικά,
όπως πιο πρώτα, δεν υπάκουε το γκάζι.
Στις λαμαρίνες λίγη φάνηκε σκουριά
θάμπωσε κάπως η μπογιά και το τιμόνι
σαν να μου φάνηκε γυρνούσε πιο βαριά
κι άρχισε η πόρτα του να τρίζει, να μαγκώνει.
Πότε η τρόμπα, το ψυγείο, ο τροχός
πότε η μίζα του, ο δίσκος και τα φώτα
στο συνεργείο κάθε τόσο δυστυχώς,
γιατί δε δούλευε κανένα όπως πρώτα.
Σχεδόν το χάρισα σε κάποιο μια βραδιά
για λίγα χρήματα, δεν ήταν πια δικό μου
μα ένιωσα κάτι να μου σφίγγει την καρδιά
καθώς στο βάθος εχανότανε του δρόμου.
Στα χρόνια που ’ρθανε οδήγησα κι εγώ
κι άλλα αμάξια που μ’ αυτά είχα μεράκι
όμως θαρρώ, όσο θα ζω, θα νοσταλγώ
την πρώτη αγάπη, το μικρό κατσαριδάκι.
Τώρα που ασπρίσανε τα λιγοστά μαλλιά
τι κι αν επώνυμη κουρσάρα έχω αποκτήσει
στα στέκια βλέπω και στα μέρη τα παλιά
όλοι οι δρόμοι ερημώσαν κι έχουν κλείσει.
Πέρυσι βρέθηκα σε μέρος μακρινό
κι όπως στεκόμουν κάποιο φίλο να προσμένω
σ’ ένα δρομάκι χωματένιο και στενό
ήτανε Θέ μου στη γωνιά παρκαρισμένο!
Στις πινακίδες του τον ίδιο αριθμό
μπόρεσα τώρα καθαρά να διακρίνω
παρά τις μπόρες των καιρών και το χαμό,
τρανή απόδειξη πως ήτανε εκείνο.
Πήγα το χάιδεψα, σαν να ’τανε μωρό,
ενώ τα μάτια μου τα δυο είχαν βουρκώσει
όταν θυμήθηκα εκείνο τον καιρό
που ’χα μαζί του τις χαρές τις τόσες νοιώσει.
Έτσι είν’ αυτά στον κόσμο τούτο δυστυχώς
κάθε ωραίο κάποια μέρα να πεθαίνει
κι όπως γυρίζει της ζωής μας ο τροχός
κάποια ανάμνηση μπορεί απλά να μένει.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΙΑΟΥΔΑΚΗΣ
*Ο τίτλος από την ομώνυμη ταινία
Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009
Κατσαριδάκι αγαπή μου..
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Geia soy Manoli me ta oraia sou!!!
Δημοσίευση σχολίου