Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Ιστορία του Τοπλού μέρος Α’



Η γεωγραφική τοποθεσία της μονής

Η Ιερά μονή της Κυρίας Ακρωτηριανής ή Τοπλού αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για όλους όσους κατάγονται από την επαρχεία Σητείας του νομού Λασιθίου. Η θέση του σημερινού μοναστηριού βρίσκεται στην ανατολικότερη επαρχεία της Κρήτης, τη Σητεία.
Χτισμένη επί της περιοχής του ακρωτηρίου «Κάβο Σίδερο» το κατά τους αρχαίους αποκαλούμενο «Σαμώνειον Ακρωτήριον» και πάνω σε υψομετρικό σημείο περίπου 215 μέτρων απέχει περίπου 17 χιλιόμετρα από την πόλη της Σητείας η οποία είναι και η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η μονή ανήκει στα γεωγραφικά όρια του δήμου Ιτάνου.
Μερικά μόλις χιλιόμετρα από τη μονή βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης Ιτάνου τη γνωστή στους εντόπιους και σαν Ερημούπολης, όπου μπορεί κανείς να βρει τα ερείπια τρίκλητης παλαιοχριστιανικής Βασιλικής του 4ου με 5ου αιώνα η οποία είναι μια από τις παλαιότερες στην Κρήτη, αλλά και το φοινικόδασος του Βάι το οποίο είναι το μεγαλύτερο σε έκταση φοινικόδασος στην Ευρώπη.




Η χρονολογία ίδρυσης της μονής και υποθέσεις για την αρχική τοποθεσία της.


Πολλές προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς για να ορίσουν τη χρονολογία ίδρυσης της μονής της Κυρίας Ακρωτηριανής ή Τοπλού. Οι δυσκολίες είναι πάρα πολλές αφού τα ιστορικά στοιχεία που θα μας έδιδαν απάντηση στο ερώτημα είναι ανύπαρκτα.
Στις αρχές του αιώνα πολλοί ιστορικοί και λαογράφοι προσπάθησαν να δώσουν λύση στο ερώτημα περί της ιδρύσεως της μονής. Παλαιότερη μαρτυρία είναι η συναξαριακή πηγή και ο βίος του Οσίου Ιωσήφ του Ηγιασμένου, καταγόμενου από το χωριό Αζωκέραμος της επαρχίας Σητείας, χωριό βρισκόμενο μόλις μερικά χιλιόμετρα από τη μονή. Κατά την πληροφορία του συναξαρίου ο Όσιος Ιωσήφ υπήρξε αδελφός της μονής και το τέλος του έγινε στο Χάνδακα το έτος 1511 παρά το μονίδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που ήταν εξαρτηματικό της μονής της Ακρωτηριανής. Άρα είναι λογικό η μονή να υπήρχε νωρίτερα από την περίοδο αυτή, ακόμα θα γνωρίζαμε από την ίδια πηγή αν ήταν από τα πρώτα μέλη της αδελφότητας αφού δε θα μπορούσε ο συναξαριστής ν’ αποσιωπήσει μια τέτοια πληροφορία. Άρα η μονή δεν μπορεί να είναι μετά του 1450 στα χρόνια δηλαδή που είναι κοντά σ’ εκείνα του Οσίου Ιωσήφ.
Ο Μιχαήλ Καταπότης επικαλούμενος το σύγγραμμα του περιηγητή Χριστοφόρου Μπουοντελμόντι «Liber Insularum Archipelagi» σημειώνει σε περιοχή κοντά στη σημερινή μονή Τοπλού όχι την μονή της Ακρωτηριανής, αλλά την λέξη S.Isidori παραπέμποντας με τον τρόπο αυτό στην περιοχή του Ακρωτηρίου Κάβο Σίδερο. Ο δε Καταπότης εξάγει το συμπέρασμα ότι η σημερινή μονή της Ακρωτηριανής χτίστηκε πάνω στα ερείπια παλαιότερη μονής που τίμονταν επ’ ονόματι του Αγίου Ισιδώρου και στη συνέχεια μετονομάσθει και καθιερώθηκε ναός τιμώμενος στη μνήμη της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τη θέση αυτή του Μιχ. Καταπότη απορρίπτει στο έργο του Ιστορία της Εκκλησίας Κρήτης ο τότε διευθυντής του ιστορικού αρχείου Κρήτης Νικόλαος Παπαδάκης ο οποίος πέρα από τα επιχειρήματά του περί του ασύμβατου με τους εκκλησιαστικούς κανόνες του πράγματος για μετονομασία της μονής, θέτει την εκδοχή ότι το μοναστήρι είναι κατά πολύ νεότερο των εκτιμήσεων τόσο του Καταπότη όσο και του καθηγητή Στυλιανού Γεωργίου ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα ανέφερε στην εφημερίδα «Νέ?α Σκέψει» του Ηρακλείου την εκδοχή για τη χρονολογία που κτίσθηκε η μονή. Ακόμη αναφέρει ότι οι πέριξ της μονής Τοπλού μονές, όπως εκείνη του Καψά αλλά και της Παναγίας Φανερωμένης (Τράχηλα) είναι παλαιότερες αλλά και βρίσκονται παρά την θάλασσα, έτσι κατά μία εκδοχή μαζί με τους μοναχούς του Αγίου Ισιδώρου, μετά την ερήμωση των παραθαλασσίων μονών να ίδρυσαν μια νέα μονή η οποία βρίσκεται σε προστατευόμενο σημείο αλλά παράλληλα την οχύρωσαν για να αποφύγουν ουσιαστικά τον κίνδυνο από τους πειρατές. Αλλά και η ατέλειες του χάρτη είναι κάτι το οποίο ο Παπαδάκης δεν μπορεί να παραβλέψει αφού σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάζει τη μονή του Αγίου Ισιδώρου στο σημείο που όλοι τη γνωρίζουμε, όπως και ότι την περίοδο που ο Buondelmoti κάνει το ταξίδι του στην Κρήτη η συνήθεια να χτίζονται μοναστήρια σε απόμακρες κι ερημικές περιοχές είναι ένα χαρακτηριστικό πολύ έντονο το οποίο διήρκεσε για περίπου εκατό χρόνια μετά την εποχή του Buondelmonti. Πέρα από αυτό κατά την αναφορά του Φλαμίνιου Κορνήλιου στο Creta Castra (τομ. Β’ σελ. 22) στο νοτιότερο κόλπο του Παλαικάστρου βρίσκονταν μονή έπ’ ονόματι του αγίου Νικολάου που από την Βυζαντινή ακόμα περίοδο αριθμούσε ευάριθμο μοναχική αδελφότητα. Κατά δε την πληροφορία του Λατίνου επισκόπου Σητείας Μάρκου το 1225 υφίστατω ακόμα το μοναστήρι αυτό. Κατά τον Παπαδάκη πολλοί από τους μοναχούς θέλησαν να δημιουργήσου άλλο ένα μοναστήρι από την αντίθετη πλευρά του κόλπου, και γι’ αυτό και έκαναν τη μονή του Αγίου Ισιδώρου.
Η άποψη του Ιταλού καθηγητή και περιηγητή Giuseppe Gerola αναφέρει ότι το μονήδριο που αναφέρει ο Buondelmonti βρίσκονταν σε πλέον εσωτερικό μέρος αφού η μεγάλη μονή δεν υφίστατω.
Την άποψη του Παπαδάκη υποστηρίζει με άλλα επιχειρήματα και ο Αγγελάκις ο οποίος δίδει την υπόθεση ότι πράγματι υπήρχε το μονύδριο του Αγίου Ισιδώρου αφού κατά την συνήθεια που υπήρχε να χτίζονται εκκλησίες στις περιοχές όπου υπήρχε αγίασμα μας αφήνει το περιθώριο να δεχτούμε την αναφορά του Buondelmonti αληθινή. Η μονή αυτή ήταν χτισμένη στην περιοχή του Κάβο Σίδερου από την οποία άλλαξε και το όνομά του το Σιμώννιον Ακρωτήριον. Λογικά βέβαια, δεν μπορεί να είναι η μονή του Αγίου Ισιδώρου το σημερινό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου αφού η αναφορά του στο οικοδομικό μέρος δεν μας αναφέρει τη σημερινή εκκλησία. Η τύχη βέβαια της μονής δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την ερήμωση λόγο των τουρκικών επιθέσεων αλλά και των πειρατών.
Γεγονός είναι ότι κατά τις εκτιμήσεις όλων των νεότερων ερευνητών η μονή της Ακρωτηριανής έχει την αρχή της στις αρχές ή τα μέσα του 14ου αιώνα. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση η μονή πρέπει από την αρχή να ήταν στην ίδια θέση και όχι με άλλο όνομα από αυτό της μονής της Θεοτόκου. Όσο για τη μονή την οποία αναφέρει ο Buondelmonti δεν είναι αμφίβολο να ήταν κάποια άλλη μονή την οποία τόσο οι επιθέσεις των πειρατών του Μπαρμπαρόσα ή οι επιθέσει των Τούρκων να κατάστρεψαν αλλά και στα ερείπια της να έχει κτιστεί κάποια άλλη εκκλησία από τα μετόχια που έχει η μονή Τοπλού πέριξ αυτής. Σίγουρο πάντως είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις τόσο η ακριβής ημερομηνία για την ίδρυση της μονής όσο και το αν από την αρχή βρίσκονταν στο σημείο που και σήμερα όλοι τη γνωρίζουμε ήταν το ίδιο ή η μονή μεταφέρθηκε από κάποια άλλη μικρότερη μονή και η αδελφότητά της έκτισε τη μονή είναι όλες καλυμμένες μ’ ένα φάσμα αμφιβολίας και όλες οι απόψεις κινούνται σε θεωρητικό επίπεδο, αφού τελικά η ύπαρξη μιας απτής μαρτυρίας που ν’ αποτελεί την ουσιαστική απόδειξη και ν’ απαντά σ’ όλα μας τα ερωτήματα με σαφήνεια και ασφάλεια δεν υφίσταται.




Η ονομασία της μονής


α)Η Ακρωτηριανη
Από έγγραφα και σφραγίδες του 15ου ή 16ου αιώνα βλέπουμε ότι η ονομασία την οποία είχε το μοναστήρι κατά την περίοδο της ενετοκρατίας ήταν Παναγία η Ακρωτη-ριανή. Την ονομασία αυτή βλέπουμε και σε ανάγλυφη εντοιχισμένη εικόνα της Θεοτό-κου στην είσοδο της μονής στην οποία αναγράφεται ΚΥΡΑ Η ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝH και στη συνέχεια ΜΡ ΘΥ παράλληλα με την ανάγλυφη αυτή εικόνα που αναμφίβολα έχει δυτικές επιδράσεις οι άλλες επιγραφές έχουν να κάνουν με τον ηγούμενο και ανακαινιστή της μονής Γαβριήλ Παντογάλο και μία επιγραφή με από την αρχαία Ίτανο και θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Αν θέλουμε να δούμε τη σημασία του ονόματος με πολύ μεγάλη ευκολία θα καταλάβουμε ότι είναι η Παναγία, η Κυρία Θεοτόκος που βρίσκεται στο Ακρωτήριο. Είναι λοιπόν η γεωγραφική θέση της μονής το χαρακτηριστικό που έδωσε στην ίδιο τ’ όνομά της, αφού κτισμένη πάνω στο Σαμώννιο Ακρωτήριο (Κάβο Σίδερο) βρίσκετε πάνω στο ανατολικότερο άκρο του νομού Λασιθίου και φυσικά ολόκληρης της Κρήτης. Όμοιο όνομα και για τον ίδιο λόγο έχει μέχρι και σήμερα η μονή της Παναγιάς της Ακρωτηριανής η οποία είναι κτισμένη στο βορειότερο ακρωτήριο της νήσου Νάξου.

β) Τοπλού
Για πρώτη φορά σε Οθωμανικό έγγραφο του 1673 το μοναστήρι αναφέρεται με το όνομα «Τοπλού Μοναστήρ». Για την ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος θ’ ασχοληθούμε στη συνέχεια αφού το όνομα «Τοπλού» έχει πολλές σημασίες και για τον λόγο αυτό πολλοί προσπαθούν να εξηγήσουν την έννοια και σημασία της λέξης στο συγκεκριμένο σημείο.
Ο Γερμανός βοτανολόγος Sieber’s στο σύγγραμμά του «Ταξίδια εις την νήσον Κρήτην» γράφει ότι η μονή πήρε αυτό το όνομα από τη σύντμηση της λέξης το πλούσιο μοναστήρι Το+ πλου(σιο) λόγο της οικονομικής επιφάνειας την οποία ακόμα και σήμερα έχει η μονή. Αλλά υπήρχε και η γνώμη κατά την οποία η λέξη φαίνεται μάλλον Ιταλική ή Ενετική και ισοδυναμεί με το «διπλούν» γιατί εσωτερικά, λόγο του δίκλιτου χαρακτήρα της, εφάνταζε διπλή. Φυσικά αυτή η εκδοχή φαντάζει και είναι αστεία αφού συν τις άλλοις δεν έχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι σωστή. Για το λόγο αυτό θα πρέπει αν δούμε την ερμηνεία και ετοιμολογία της λέξης.


Η Λέξη (τοπ) ή (τοb) στην Οθωμανική γλώσσα, σημαίνει σώμα στρογγυλό όπως την σφαίρα αλλά και κανονιοβολισμός και τηλεβόλο, το top ακόμα και σήμερα διατηρεί την ίδια σημασία .16 Αν αναλύσουμε περισσότερο τη λέξη θα δούμε ότι υπάρχει και η λέξη (τοπού) που σημαίνει τηλεβόλου για ορεινή περιοχή σε αντίθεση με τη λέξη (σαχρά) τηλεβόλο πεδινής περιοχής. Πολλοί λοιπόν αναφέρουν ότι η μονή πήρε το όνομά της από τη λέξη αυτή για το λόγο ότι είχε κάποιο τηλεβόλο όπλο που είχε παραχωρήσει με άδεια η τουρκική κυβέρνηση Το γεγονός ότι η λέξη είναι τουρκική δεν αμφιβάλει κανείς όταν γνωρίζει ότι η λέξη αυτή τοποθετήθηκε στο όνομα της μονής την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας όμως η προέλευση της λέξης γραμματικά, δεν είναι από το ουσιαστικό top, αλλά από ίδιο το επίθετο toplu.
Η λέξη (τοπλού) κατά την ετυμολογική της ρίζα σημαίνει ο έχον σφαίρα ή κεφαλή σφαιρική. Την ερμηνεία αυτή βρίσκουμε καταγεγραμμένη στην Οθωμανική γραμματεία αλλά αν δούμε την καθημερινή χρήση της λέξης, η οποία έχει επικρατήσει και στον καθημερινό λόγο, toplu σημαίνει και οπλισμένος ή και οχυρωμένος. Από το σημείο αυτό και μετά πρέπει να μπούμε σε μια σειρά λογικών συνειρμών για να καταλάβουμε τη σημασία της λέξης στη συγκεκριμένη συνάφεια.
Από την αρχιτεκτονική δομή του κτιρίου δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιο σημείο στο οποίο θα μπορούσε να υπάρχει κανόνι ή κάποιο άλλο πολεμικό μέσο μεγάλης ισχύς. Ακόμα πέρα από την παράδοση δεν έχουμε κάποια γραπτή μαρτυρία για κάτι τέτοιο. Για το λόγο αυτό δε μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά ότι η μονή πήρε τ’ όνομά της από κανόνι το οποίο υπήρχε σ’ αυτήν. Πέρα τούτου δεν είναι πολύ λογικό οι Τούρκοι να έχουν παραχωρήσει σε υποτελές γι’ αυτού μοναστήρι δικαίωμα να φέρει ένα τόσο ισχυρό όπλο.
Από τον τοπογραφικό χάρτη ακόμα εντοπίσαμε ότι το υψόμετρο της περιοχής είναι περί τα 215 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και ουσιαστικά ο λόφος αυτός είναι και το υψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η μονή πήρε το όνομα αυτό από το γεγονός ότι είναι κτισμένη επί κεφαλής λόφου όμως κι αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό και λογικό αφού η μονή δεν είναι χτισμένη πάνω στην κορυφή του λόφου αλλά σε σημείο χαμηλότερο που να την προστατεύει τόσο από τους ανέμους που πνέουν συχνοί και δυνατοί στην περιοχή, αλλά και από τους πειρατές που εκείνον τον καιρό ήταν πολλοί και συχνοί.
Άλλος ένας λόγος θα μπορούσε να δώσει αυτό τ’ όνομα είναι και το καμπαναριό το οποίο είναι στρογγυλό και σαν πρώτη εικόνα της μονής δίδει μαρτυρία στα μάτια του επισκέπτη. Το καμπαναριό ήταν γνωστό και στους τούρκους γιατί ήταν ήδη κτισμένο την περίοδο της κατάκτησής τους. Όμως και η εκδοχή αυτή έχει πολύ μικρές πιθανότητες να είναι σωστή άλλα δεν είναι απίθανη.
Περισσότερες πιθανότητες έχει η εκδοχή να πήρε το όνομά του το μοναστήρι από την αρχιτεκτονική του σχεδίαση. Τόσο η οχυρωματική διάταξη του μοναστηριού που είναι τέτοια για να το προστατεύει από τις επιθέσεις που έκαναν οι πειρατές αλλά και οι άλλοι επίδοξοι κατακτητές. Αλλά και από την εξωτερική εμφάνιση και τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε μετά από μια προσεκτική ματιά μπορούμε να παρατηρή-σουμε και άλλα δύο στοιχεία που δείχνουν την ιδιαίτερη οχύρωση που είχε η μονή. Αρχικά η μεγάλη και βαριά ξύλινη πόρτα. Η πόρτα αυτή έμεινε ονομαστή ως η «πέτρα του τροχού», γιατί πίσω της ακριβώς υπήρχε μηχανισμός μ’ έναν τροχό που βοηθούσε ν’ ανοιγοκλείνει μια και λόγο του βάρους της το ν’ ανοίξει και να κλείσει ήταν μια σχετικά δύσκολη διαδικασία. Πέρα απ’ αυτό και πάνω από την πόρτα της εισόδου υπάρχει η «τρύπα του φονιά» ή «καταχύτρα» που δείχνει ότι το μοναστήρι διέθετε ένα δυνατό σύστημα προστασία. Το συγκεκριμένο αμυντικό μέσο λειτουργούσε με μια τρύπα απ’ όπου οι καλόγεροι έριχναν καυτό λάδι ή νερό σε όποιον προσπαθούσε να παραβιάσει την είσοδό του.υποστεί η εν λόγο γλώσσα η τελευταία εκδοχή είναι αυτή που διαθέτει τις περισσότερες πιθανότητες και θα πρέπει να δεχθούμε σαν σωστότερη.
Γ.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Lasithi Blogs
GreekBloggers.com
Powered By Blogger